- ξενοδαίτα
- ξενοδαίτᾱ , ξενοδαίτηςone that devours guestsfem nom/voc/acc dualξενοδαίτᾱ , ξενοδαίτηςone that devours guestsfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοδαίτης — ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α) (για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο δαίτης, λαγο… … Dictionary of Greek